-
1 ἀποσκήπτω
A hurl from above, ἐς οἰκήματα τὰ μέγιστα.. ἀποδκήπτει βέλεα (sc.ὁ θεόσ Hdt.7.10
.έ: metaph., ἀ. τὴν ὀργὴν εἴς τινα discharge one's rage upon one, D.H.6.55, cf. J.AJ13.1.5; φθορὰν εἰς τὴν πόλιν ib.6.1.1;ἀ. τιμωρίαν D.S.1.70
.II intr., fall suddenly, ὀργαὶ δ' ἔς σ' ἀπέσκηψαν θεᾶς her wrath fell upon thee, E.Hipp. 438;μὴ οὖν εἰς ἁθρόους ἀλλ' εἰς ἕνα ἀποσκήψατε Aeschin.1.182
;ἀ. τὸ ὕδωρ εἰς τοὺς ὀφθαλμούς Arist.Mir. 846a2
;αἱ πληγαὶ τῶν ξιφῶν εἰς τὰς χεῖρας Plu. Pomp.19
;ἡ δίκη ἀ. ἐς ὀφθαλμοὺς καὶ ἐς χεῖρας Philostr. VA1.6
; ἀποσκήψαντος τοῦ ἐνυπνίου ἐς φλαῦρον come to a sorry ending, Hdt.1.120;ποῖ ταυ-τα ἀποσκήψει; Cic.Att.12.5.1
; εἰς μέγα τι κακόν, ἐς ὄλεθρον ἀ., D.H.7.15, Alciphr.1.37.2 Medic., of humours, determine,εἴς τινα τῶν ἀκυροτ έρων μορίων Gal.15.783
, cf. 17(1).54;ἐς τὸ πᾶν Aret. SD1.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποσκήπτω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский